- λαθρεπιβάτης
- [латрэнпиватис] ουσ. а. безбилетный пассажир,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
λαθρεπιβάτης — ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα… … Dictionary of Greek
λαθρεπιβάτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ταξιδεύει παράνομα ή περνάει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο: Πολλοί πρόσφυγες διαφεύγουν από τη χώρα τους ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
τσέτουλα — η (λ. ιταλ.) 1. μικρό ξύλο, όπου παλιότερα σημείωναν με εγκοπές την πίστωση, το βερεσέ. 2. ως επίρρ., χωρίς πληρωμή, σελέμικα: Ήταν λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε τσέτουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)